- καραδοκώ
- guetter
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καραδοκώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καραδοκώ — (AM καραδοκῶ, έω) παρατηρώ κάτι προτείνοντας την κεφαλή, εξετάζω κάτι παραμονεύοντας, παραμονεύω, καιροφυλακτώ, περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία, ενεδρεύω αρχ. αποβλέπω σε κάποιον («ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ ἡ βουλὴ πάλιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα … Dictionary of Greek
καραδοκώ — ησα, καιροφυλακτώ, παραμονεύω, περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καραδοκῶ — καρᾱδοκῶ , καραδοκέω wait for the outcome of pres subj act 1st sg (attic epic doric) καρᾱδοκῶ , καραδοκέω wait for the outcome of pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek
ακαραδόκητος — ἀκαραδόκητος, ον (Α) [καραδοκῶ] ο απροσδόκητος … Dictionary of Greek
διακαραδοκώ — διακαραδοκῶ ( έω) (Α) [καραδοκώ] περιμένω ανυπόμονα … Dictionary of Greek
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
καραδοκία — καραδοκία, ἡ (Α) [καραδοκώ] η αναμονή για μεγάλο διάστημα ενός γεγονότος, μιας περίστασης ή ευκαιρίας … Dictionary of Greek
καραδοκητής — ο (Α καραδοκητής) [καραδοκώ] νεοελλ. αυτός που καραδοκεί, που καιροφυλακτεί αρχ. αυτός που έχει υποψία, υποψιασμένος … Dictionary of Greek
κατευκαιρώ — κατευκαιρῶ, έω (Α) κάνω κάτι περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, καραδοκώ («κατευκαιρήσας ἀπάγει», Πολ.) … Dictionary of Greek